ιεροψάλτης

ιεροψάλτης
ο (ΑΜ ἱεροψάλτης)
αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο ψάλτης τής εκκλησίας
μσν.-αρχ.
ο ιερός ψαλμωδός («ἱεροψάλτης Δαβίδ», Βασ.)
αρχ.
εκκλησιαστικό αξίωμα που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με χειροθεσία σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱεροψάλτης — singer in the temple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροψάλτης — ο ψάλτης στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱεροψάλται — ἱεροψάλτης singer in the temple masc nom/voc pl ἱεροψάλτᾱͅ , ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροψαλτῶν — ἱεροψάλτης singer in the temple masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροψάλταις — ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροψάλτην — ἱεροψάλτης singer in the temple masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροψάλτου — ἱεροψάλτης singer in the temple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροψάλτῃ — ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ψάλτης — ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω] εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης νεοελλ. 1. ποιητής που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”